- ὁμοσχήμων
- ὁμοσχήμωνof the same shapemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοσχήμων — ὁμοσχήμων, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο σχήμα, την ίδια μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο σχήμων] … Dictionary of Greek
ὁμοσχήμονα — ὁμοσχήμων of the same shape neut nom/voc/acc pl ὁμοσχήμων of the same shape masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόσχημον — ὁμοσχήμων of the same shape masc/fem voc sg ὁμοσχήμων of the same shape neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοσχημόνων — ὁμοσχήμων of the same shape gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοσχήμονας — ὁμοσχήμων of the same shape masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυώ — κυῶ, έω (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.) 3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοσχημονώ — ὁμοσχημονῶ, έω (Α) [ομοσχήμων] έχω το ίδιο σχήμα, την ίδια μορφή … Dictionary of Greek